χοροστάτης

χοροστάτης
και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, -ιδος, Α
αυτός που οδηγεί τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -στάτης (< θ. στα- τού ἵστημι), πρβλ. πυρο-στάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοροστάτης — leader of a chorus masc nom sg χοροστατέω lead a chorus imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροστάται — χοροστάτης leader of a chorus masc nom/voc pl χοροστάτᾱͅ , χοροστάτης leader of a chorus masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροστατῶν — χοροστάτης leader of a chorus masc gen pl χοροστατέω lead a chorus pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροστάταις — χοροστάτης leader of a chorus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροστάτην — χοροστάτης leader of a chorus masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροστάτου — χοροστάτης leader of a chorus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροστατώ — χοροστατῶ, έω, ΝΜΑ [χοροστάτης] νεοελλ. (για αρχιερέα) προΐσταμαι κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας μσν. αρχ. είμαι χοροστάτης* …   Dictionary of Greek

  • χοροστάτας — χοροστάτᾱς , χοροστάτης leader of a chorus masc acc pl χοροστάτᾱς , χοροστάτης leader of a chorus masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροστάτις — ιδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χοροστάτης …   Dictionary of Greek

  • χοροστασία — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. χοροστασίη Α [χοροστάτης] 1. η σύσταση και η εκτέλεση χορού 2. (κατ επέκτ.) χορός νεοελλ. εκκλ. η παρουσία αρχιερέα στη θεία λειτουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”